Πριν δύο χρόνια στο συνέδριο της ΚΕΔΕ για την εκλογή των νέων οργάνων της πρωτοβάθμιας Αυτοδιοίκησης διαπιστώναμε ότι η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με τη χειρότερη κοινωνική οικονομική και θεσμική κρίση της μεταπολιτευτικής της ιστορίας, ότι οι μνημονιακές πολιτικές έχουν ισοπεδώσει κοινωνία και Αυτοδιοίκηση, ότι οι αλλεπάλληλες συγκυβερνήσεις ΝΔ και ΠΑΣΟΚ έβαλαν την Αυτοδιοίκηση στο στόχαστρο δύο αλληλένδετων πολιτικών σχεδιασμών, του «Καλλικράτη» και των μνημονίων, με αποτέλεσμα να υποστεί βαρύτατα πλήγματα τόσο ως προς την οικονομική της αυτοτέλεια όσο όμως και ως προς την υλική, έμψυχη υπόσταση της και τη δημοκρατική της λειτουργία.
Ωστόσο δύο χρόνια μετά με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ η κρίση βάθυνε αφού ήρθε να προστεθεί ένα ακόμα μνημόνιο, το 3ο (ν.4336/2015). Η κατάρρευση των ΚΑΠ συνεχίζεται με ρυθμό χιονοστιβάδας, οδηγώντας τους περισσότερους δήμους σε δυσκολία ακόμα και στις πιο στοιχειώδεις λειτουργίες τους. Η αφαίμαξη συνεχίζεται και φέτος με πιο εντατικούς ρυθμούς. Μετά δε την ψήφιση του ‘’Καλλικράτη’’ (ν.3852/2010) έχει δημιουργηθεί μια νέα γενιά παρακρατηθέντων – υπεξαιρεθέντων που με τις πιο μετριοπαθείς προσεγγίσεις ξεπερνά τα τελευταία έξι χρόνια τα 10 δις ευρώ.
Η κυβέρνηση αθετώντας και τις προγραμματικές δεσμεύσεις της, αρνείται κάθε διάλογο για αναγνώριση της παρακράτησης καθώς και οποιασδήποτε ρύθμισης για τις οφειλές αυτές, καταπατώντας κάθε συνταγματική της υποχρέωση. Οι ακολουθούντες πιστά τις επιλογές στο χώρο της Τ.Α σωπαίνουν, συναινώντας στην πολιτική αυτή.
Το ΠΔΕ (ΣΑΤΑ) για τους δήμους από 1,1 δις του 2009 «εξατμίστηκε» στα 180 εκατ, το 2014 ενώ για το2016 είναι μόλις 141 εκατ. και από αυτά έχουν αποδοθεί μέχρι στιγμής τα 47 εκατ. ευρώ. Οι δήμοι πια αδυνατούν να επιτελέσουν και την πιο στοιχειώδη αναπτυξιακή λειτουργία τους. Το «Παρατηρητήριο Οικονομικής Αυτοτέλειας» όχι μόνο ζει και βασιλεύει, εντατικοποιεί τη «δουλειά του» αφού το νέο νομοσχέδιο του υπουργείου Εσωτερικών προβλέπει και υπερωριακή απασχόληση για τα μέλη του. Δυστυχώς για πρώτη φορά έχουμε δήμους που έχουν υπαχθεί σε αυτό ενώ σφίγγει ο βρόγχος των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών ακυρώνοντας κάθε περιθώριο αυτόνομης δράσης.
Η αποστέρηση των τοπικών κοινωνιών - με την υλοποίηση των όσων προβλέπονται στο 3ο μνημόνιο – από ανεκτίμητα κοινωνικά αγαθά, όπως η ενέργεια, ο αιγιαλός, οι υποδομές, το νερό κλπ αποτελεί θεμελιώδη επιδιώξη της κυβέρνησης και των δανειστών στην ουσιαστική κατάργηση της Αυτοδιοίκησης.
Ακόμα και οι διακηρύξεις για μια άλλη πολιτική στο χώρο της διαχείρισης των απορριμμάτων μετατρέπονται γοργά στη γνωστή από το παρελθόν πολιτική της ‘’μπίζνας’’, των ΣΔΙΤ, των κερδών των μεγαλοεργολάβων σε βάρος των πολιτών και του περιβάλλοντος. Μαίνεται δε στο παρασκήνιο ο ανταγωνισμός εκπροσώπων πρώτου και δεύτερου βαθμού για τη λεία της πίτας των απορριμμάτων.
Το τελευταίο διάστημα με πρωτοβουλία της κυβέρνησης άνοιξε το θέμα του «νέου θεσμικού πλαισίου για την Αυτοδιοίκηση» και μάλιστα με πρόθεση να γίνει νόμος ως τα τέλη Νοέμβρη. Από τα κείμενα που έχουν δεθεί μέχρι στιγμής από το υπουργείο εσωτερικών και τις επιτροπές που έχουν συσταθεί δεν υπάρχει πολιτική βούληση για αμφισβήτηση των μνημονίων και ανατροπή του «Καλλικράτη». Πως θα μπορούσε άλλωστε αφού το 3ο μνημόνιο είναι παρόν σε κάθε πτυχή της πολιτικής και κοινωνικής μας ζωής.
Οι εισηγήσεις κινούνται στο γενικότερο σχεδιασμό εφαρμογής των μνημονίων και ιδιαίτερα του τρίτου (Ν.4336), των δεσμεύσεων της κυβέρνησης για συνεχή και αυξανόμενο περιορισμό των κοινωνικών δαπανών. Δεν υπάρχει καμιά δυνατότητα αμφισβήτησης του πλαισίου δημοσιονομικής πολιτικής, γεγονός που άλλωστε φαίνεται και από το προσχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού που προβλέπει περαιτέρω μειώσεις για τα οικονομικά της Τ. Α.
Το «παρατηρητήριο οικονομικής αυτοτέλειας» διατηρεί και διευρύνει το ρόλο του, και μετατρέπεται σε μόνιμο μηχανισμό . Και μόνο η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στη κρατική χρηματοδότηση θα έπρεπε να έχει προκαλέσει την αποχώρηση των εκπροσώπων της αυτοδιοίκησης από τη συζήτηση. Το χειρότερο δε, είναι ότι το τελευταίο διάστημα έχουν πληθύνει οι απόψεις και οι αντίστοιχες προτάσεις για «αυτοτέλεια» της Τ.Α. με ίδιους πόρους αφού το κράτος όπως ισχυρίζονται δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του. Μέσα σ’αυτό το πλαίσιο προτείνεται να δοθεί εξ’ ολοκλήρου ο αντιλαϊκός, αντισυνταγματικός φόρος ΕΝΦΙΑ στην Τ.Α με δικούς της μηχανισμούς είσπραξης.
Δηλώνουμε κατηγορηματικά ότι θα αντιπαλέψουμε κάθε προσπάθεια νεοφιλελεύθερης «κοπής» που θα οδηγήσει τις υπηρεσίες των δήμων σε πλήρη ιδιωτικοποίηση με πρόσθετα βάρη στους δημότες με τη μετατροπή των δήμων σε φορομπηχτικούς μηχανισμούς.
Απέναντι σε αυτό το τραγικό και αδιέξοδο περιβάλλον, δηλώνουμε κατηγορηματικά ότι όποια αλλαγή στο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της Τ.Α προϋποθέτει ανατροπή των μνημονίων και των μνημονικών πολιτικών που εφαρμόστηκαν και εφαρμόζονται και στην Τ.Α, προϋποθέτει συνολικά αντικατάσταση του «Καλλικράτη» μιας και ο συγκεκριμένος νόμος δεν «ατύχησε» απλώς, επειδή συνέπεσε χρονικά με την οικονομική κρίση, αλλά σχεδιάστηκε εξαρχής με άξονα τις νεοφιλελεύθερες κατευθύνσεις για λιτότητα και «λιγότερο Κράτος». Λιγότερο κράτος στις κοινωνικές παροχές και υπηρεσίες αλλά περισσότερο κράτος όσον αφορά στον γραφειοκρατικό κεντρικό έλεγχο. Θεωρούσαμε και θεωρούμε ότι για να προωθηθεί ένα νέο θεσμικό πλαίσιο που έχει πραγματικά ανάγκη η Τ.Α και οι δημότες, προϋπόθεση είναι η οικοδόμηση ενός κοινωνικού μετώπου αντίστασης, αλληλεγγύης και ανατροπής των μνημονιακών δεσμεύσεων από την αυτοδιοίκηση, τους εργαζόμενους και τις τοπικές κοινωνίες.
Ο ριζικός επαναπροσδιορισμός της Αυτοδιοίκησης δεν μπορεί παρά να αποτελεί μία συστηματική προσπάθεια στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της δημοκρατίας, της κοινωνικής συμμετοχής και της όξυνσης της πολιτικής έκφρασης και δράσης.
Σε αυτήν την κατεύθυνση είναι αδήριτη ανάγκη η ψήφιση ενός νέου Νόμου – Πλαίσιο για την Τοπική Αυτοδιοίκηση στον οποίο θα διασφαλίζονται:
- Η χωροταξική αποκλιμάκωση των ΟΤΑ ώστε αφενός να καλυφθεί το τεράστιο σημερινό έλλειμμα πρωτογενούς δημοκρατίας και αφετέρου οι ΟΤΑ να γίνουν πιο αποτελεσματικοί προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας.
- Η αποκέντρωση και ο σαφής επιμερισμός των αρμοδιοτήτων κάθε επιπέδου διοίκησης
- Η επαρκής και επακριβής κατανομή των πόρων
- Ο βαθύς εκδημοκρατισμός της λειτουργίας της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
- Χωροταξική αποκλιμάκωση
Στην Ελλάδα ο μέσος πρωτοβάθμιος «Καλλικρατικός» ΟΤΑ έχει 34.780 κατοίκους και έκταση 406 τετρ. χλμ. τη στιγμή που οι αντίστοιχοι μέσοι όροι στην ΕΕ-27 είναι 5.630 κάτοικοι και 49 τετρ. χλμ.
Με βάση τα παραπάνω, είναι αυτονόητο ότι πρέπει να γίνει μια χωροταξική αποκλιμάκωση των «Καλλικρατικών» ΟΤΑ που θα παράξει μικρότερες ενότητες και θα μειώσει το τρέχον αυτοδιοικητικό έλλειμμα.
Πιο συγκεκριμένα, ως προς τη χωροταξική διάρθρωση των Δήμων είναι αναγκαία η αντικατάσταση του αμιγώς ποσοτικού και πληθυσμιακού κριτηρίου του «Καλλικράτη» από μία δέσμη λειτουργικών κριτηρίων/προϋποθέσεων βιωσιμότητας ενός Δήμου που συνίστανται:
(α) στη διευκόλυνση της ουσιαστικής συμμετοχής των πολιτών στα δημοτικά δρώμενα,
(β) στην οικονομική ευρωστία και επιχειρησιακή ικανότητα του Δήμου,
(γ) στο σεβασμό στις πολιτιστικές/ιστορικές ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής και
(δ) στις γεωμορφολογικές συνθήκες κάθε περιοχής (ιδίως σε σχέση με το νησιωτικό, ορεινό χαρακτήρα της χώρας, κ.λπ.).
Σε ότι αφορά το Β’ Βαθμό, οι περιφέρειες ως έχουν είναι μάλλον λειτουργικές αν και υπάρχουν σαφή περιθώρια εξορθολογισμών. Αλλαγές που θα μπορούσαν να γίνουν σε χωροταξικό επίπεδο, θα πρέπει να προκύψουν μετά από διαβούλευση με τις περιφέρειες και την κοινωνία, ώστε να είναι ευρύτερα αποδεκτές.
- Αποκέντρωση και σαφής επιμερισμός αρμοδιοτήτων
Απαιτείται να γίνει μια ενδελεχής μελέτη των αρμοδιοτήτων και του οικονομικού κόστους που αυτές συνεπάγονται ώστε να συνταχθεί ένα συνολικό σχέδιο ορθολογικής κατανομής τους ανάμεσα στο κεντρικό κράτος, τα αποκεντρωμένα του όργανα και τις βαθμίδες αυτοδιοίκησης στη βάση της αρχής της επικουρικότητας.
Η αφειδής μεταφορά αρμοδιοτήτων στην ΤΑ δεν αποτελεί κατ' ανάγκην δείκτη αυτοδιοικητικής ενδυνάμωσης, στο βαθμό δε που η μεταφορά αυτή δε συνοδεύεται και από τη μεταφορά των αντίστοιχων πόρων ναρκοθετεί τη δυνατότητα των ΟΤΑ να ασκήσουν ουσιαστικά τις αρμοδιότητες τους και δημιουργεί τον κίνδυνο πολιτικής απονομιμοποίησης τους στα μάτια της κοινωνικής βάσης.
Ο επιμερισμός των αρμοδιοτήτων που θα προκύψει από τη μελέτη στην οποία αναφερθήκαμε θα πρέπει να είναι σαφής και σταθερός και να μη μπορεί να αλλάζει διαρκώς, ενώ οι αποκλειστικές αρμοδιότητες της Αυτοδιοίκησης θα πρέπει να ορισθούν, να διακριθούν και να κατοχυρωθούν πλήρως.
Σε αυτό το σημείο είναι, ωστόσο, κρίσιμο να ξεκαθαρίσουμε πως ο σαφής επιμερισμός αρμοδιοτήτων επουδενί σχετίζεται με τον καλλικρατικό αποκλειστικό προσδιορισμό αρμοδιοτήτων, αντίθετα θα πρέπει οι αρμοδιότητες να ορίζονται με τρόπο γενικό και διασταλτικό, αποτρέποντας τη δυνατότητα τόσο του κεντρικού κράτους όσο και των Ανωτάτων Δικαστηριών να παρεκβαίνουν του δικαιώματος του να ελέγχουν τη νομιμότητα των δράσεων της Τ.Α. και να υπεισέρχονται σε έναν έλεγχο που επί της ουσίας αφορά τη σκοπιμότητα.
Σε συνέχεια των παραπάνω, οι βαθμίδες αυτοδιοίκησης θα πρέπει να συναρθρώνονται δομικά με τις κεντρικές πολιτικές κατά το σχεδιασμό της κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης και να αποτελούν οργανικά υποκείμενα του χωρικού προγραμματισμού.
Οι Δήμοι θα πρέπει να είναι συν-διαμορφωτές και διαχειριστές του κοινωνικού κράτους. Η τοπική πολιτική εξουσία και διοίκηση θα μπορεί να παρεμβαίνει και να απαντά αποτελεσματικά στα προβλήματα της καθημερινότητας του πολίτη.Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το σύνολο των τομέων που αφορούν κοινωνικές δράσεις – κοινωνική συνοχή, χωροταξία, περιβάλλον, χρήσεις γης, τοπική ανάπτυξη, σχέσεις διοικητικής μορφής Δημοσίου – πολίτη θα περάσουν στην αρμοδιότητα των Δήμων, στο πλαίσιο ενός ενιαίου, ισόρροπου, εθνικού και περιφερειακού σχεδιασμού.
Σε ότι αφορά το Β’ Βαθμό, πρέπει να είναι σαφές πως δεν συνιστά πολιτική βαθμίδα με πρωτογενή εξουσία και παρεμβάλλεται ανάμεσα στην τοπική αυτοδιοίκηση και την κεντρική εξουσία προκειμένου να επιτυγχάνονται οι απαραίτητοι εξορθολογισμοί στο γενικότερο επίπεδο της χωρικής διάρθρωσης του κράτους.
Σε συνέχεια αυτής της παραδοχής η περιφερειακή αυτοδιοίκηση αναδεικνύεται μεταξύ άλλων σε κεντρικό υποκείμενο του χωρικού προγραμματισμού της κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης και υπό την έννοια αυτή είναι ισότιμος στη σχέση του με τις υπηρεσίες της κεντρικής διοίκησης.
- Επαρκής κατανομή πόρων και επενδυτικών μέσων
Σε ότι αφορά τους πόρους, το πρώτο πράγμα που θα πρέπει να διασφαλιστεί είναι η εφαρμογή του Συντάγματος ώστε για τη μεταβίβαση αρμοδιοτήτων στην Αυτοδιοίκηση να πρέπει να προηγείται η μεταφορά των απαιτούμενων χρηματοδοτικών πόρων.
Η άρρηκτη σχέση ανάμεσα στους πόρους και τις αρμοδιότητες πέρα από εχέγγυο οικονομικής βιωσιμότητας των ΟΤΑ λειτουργεί και ως δικλείδα ασφαλείας απέναντι σε όσους απεργάζονται σχέδια μετατροπής της Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε αποκεντρωμένο φοροεισπρακτικό μηχανισμό.
Στο παραπάνω πλαίσιο, το φορολογικό σύστημα και η δημοσιονομική πολιτική περιλαμβάνει ως αναπόσπαστο μέρος το πολιτικό συμβόλαιο μεταξύ κεντρικού κράτους και Αυτοδιοίκησης σχετικά με τον επιμερισμό εσόδων και δαπανών ανάμεσα στις διάφορες χωρικές κλίμακες όπως και τη δυνατότητα άσκησης επιμέρους τοπικών πολιτικών.
Επιπλέον, πρέπει να επαναπροσδιοριστεί ο βαθμός δημοσιονομικής αποκέντρωσης και συνακόλουθα η ανακατανομή εσόδων και δαπανών μεταξύ Αυτοδιοίκησης και κεντρικής διοίκησης με στόχο την επάρκεια των πόρων της πρώτης και το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων πρέπει να αποκτήσει σαφή χαρακτήρα ως τράπεζας της Αυτοδιοίκησης.
Μια μεταβλητή που θα επηρεάσει τα οικονομικά της αυτοδιοίκησης, η οποία όμως αποτελεί κεντρική πολιτική επιλογή, είναι ο προσδιορισμός του βαθμού δημοσιονομικής αποκέντρωσης και συνακόλουθα η ανακατανομή εσόδων και δαπανών μεταξύ αυτοδιοίκησης και κεντρικής διοίκησης.
Στη φάση που βρισκόμαστε σήμερα, χρειάζεται ως προς το σκέλος των εσόδων, η διατήρηση του θεσμού των Κεντρικών Αυτοτελών Πόρων ως βασικής πηγής χρηματοδότησης της αυτοδιοίκησης. Όμως αυτό θα πρέπει να ενταχθεί στο πλαίσιο ενός σταθερού και δεσμευτικού δημοσιονομικού συμφώνου μεταξύ κράτους και αυτοδιοίκησης.
Ως προς τις δαπάνες του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων, θα πρέπει να ενισχυθεί σημαντικά το μερίδιο που κατευθύνεται στην αυτοδιοίκηση τόσο ως προς το συγχρηματοδοτούμενο από εθνικούς και κοινοτικούς πόρους τμήμα του όσο και ως προς εκείνο που προέρχεται από αμιγώς εθνικούς πόρους. Οι δαπάνες και τα έσοδα της αυτοδιοίκησης θα πρέπει να ολοκληρώνονται εντός του κρατικού προϋπολογισμού σ’ έναν ενιαίο και διακριτό προϋπολογισμό αυτοδιοίκησης.
Κρίσιμος παράγοντας είναι η εξασφάλιση της οικονομικής επάρκειας και αυτοτέλειας των ΟΤΑ. Γι’ αυτό το λόγο, στο πλαίσιο ενός νέου Νόμου – Πλαίσιο για την Τοπική Αυτοδιοίκηση, πρέπει να διασφαλίζονται:
- Η απρόσκοπτη απόδοση των θεσμοθετημένων πόρων και η αποκατάσταση των θεσμικών αναιρέσεων και υφαρπαγών (ΠΟΕ, Τέλος Παρεπιδημούντων κ.λ.π.).
- Η κατάργηση του Οικονομικού Παρατηρητηρίου ΟΤΑ.
- Η απλοποίηση και ουσιαστικοποίηση των διαδικασιών ελέγχου νομιμότητας και όχι σκοπιμότητας με στόχο την πραγματική πάταξη της διαφθοράς, της διαπλοκής και του πελατειακού κράτους.
- Η σαφής αποτύπωση στον Κρατικό Προϋπολογισμό των εσόδων και δαπανών των ΟΤΑ που θα συνοδεύεται από μία γενναία και δημοκρατική φορολογική μεταρρύθμιση προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων.
- Η ανακατανομή των δημοσίων πόρων και δαπανών που να βρίσκεται σε πλήρη αντιστοιχία προς μια ανακατανομή ρόλων, έργων, αρμοδιοτήτων μεταξύ κράτους και Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Το Κεντρικό Κράτος και η Τ.Α. χρειάζονται ένα «νέο πολιτικό συμβόλαιο», στο οποίο θα προσδιορίζονται ως δύο διακριτοί ισότιμοι πόλοι ενός ενιαίου πολιτικού και διοικητικού συστήματος. Η άρρηκτη σχέση ανάμεσα στους πόρους και στις αρμοδιότητες πέρα από εχέγγυο θεσμικής αυτοτέλειας και οικονομικής βιωσιμότητας των ΟΤΑ, λειτουργεί και ως δικλείδα ασφαλείας απέναντι στα σχέδια μετατροπής της Τοπικής Αυτοδιοίκησης σε αποκεντρωμένο φοροεισπρακτικό μηχανισμό.
- Η στρατηγική ενδυνάμωσης της αναπτυξιακής διαδικασίας στα πλαίσια του εθνικού στρατηγικού σχεδιασμού και ανασυγκρότησης των διαδικασιών Δημοκρατικού Προγραμματισμού, με τη θεσμική κατοχύρωση της συμμετοχής των εκπροσώπων της τοπικής κοινωνίας, με ρόλο στον σχεδιασμό, στην παρακολούθηση και στήριξη της περιφερειακής πολιτικής και ανάπτυξης.
- Η αλλαγή στον τρόπο σχεδιασμού του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ), που πρέπει να βασίζεται στον δημοκρατικό προγραμματισμό. Το ΠΔΕ θα πρέπει να αποκτήσει αυτόνομο χαρακτήρα και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, για την κάλυψη των αναγκών της χώρας, ενώ ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις δεν θα πρέπει να υποκαθιστούν τις εθνικές δημόσιες επενδύσεις, αλλά να λειτουργούν προσθετικά σε αυτές. Επίσης, το ΠΔΕ θα πρέπει να ενισχυθεί για να καλυφθούν οι αναπτυξιακές απαιτήσεις, οι δαπάνες στις υποδομές (ιδιαίτερα στο σκέλος των μικρών και μεσαίων έργων των ΟΤΑ που επιλύουν χρόνια προβλήματα καθημερινότητας, κοινωνικού εξοπλισμού, προστασίας του περιβάλλοντος χωροταξικού σχεδιασμού), καθώς και οι δαπάνες για την κοινωνική πρόνοια, τη λαϊκή κατοικία, την αντιμετώπιση της ανεργίας.
- Ο σχεδιασμός με την απαιτούμενη δέσμευση πόρων ενός νέου προγράμματος υποστήριξης τεχνικών έργων προς την Αυτοδιοίκηση.
- Η μετατροπή του Ταμείου Παρακαταθηκών & Δανείων σε Τράπεζα της Αυτοδιοίκησης υπό κρατικό έλεγχο με δημόσιο κοινωνικό επενδυτικό χαρακτήρα.
- Βαθύς εκδημοκρατισμός
Η Αυτοδιοίκηση, ιδιαίτερα οι Δήμοι, νοείται ως ένας γνήσιος λαϊκός θεσμός, όπου η άμεση δημοκρατία και η συλλογική ευθύνη πρέπει να είναι τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του, και όχι οι μονοπρόσωπες, συγκεντρωτικές εκτελεστικές εξουσίες. Στην κατεύθυνση αυτή ο νέος Νόμος – Πλαίσιο για την Τ.Α. θα πρέπει να προβλέπει:
(α) Συμμετοχικούς θεσμούς και παρεμβάσεις ως αναπόσπαστο και δομικό συστατικό μέρος της θεσμικής και πολιτικής τους λειτουργίας της ΤΑ. Οι θεσμοί αυτοί συμπεριλαμβάνουν και τις λαϊκές συνελεύσεις, τον συμμετοχικό προϋπολογισμό και τα τοπικά δημοψηφίσματααλλά και ενδιάμεσους θεσμούς πολιτικής καινοτομίας όπως η τοπική λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία, η πλατιά τοπική διαβούλευση και ο θεσμός των διερευνητικών επιτροπών.
Στόχοι είναι:
- ο περιορισμός των δημαρχοκεντρικών χαρακτηριστικών του συστήματος
- η μείωση της εσωτερικής συγκέντρωσης της πολιτικής ισχύος στους ΟΤΑ,
- η μεταφορά αρμοδιοτήτων από ολιγομελή διευθυντικά όργανα της πλειοψηφίας, όπως η υφιστάμενη Εκτελεστική Επιτροπή, σε πιο αντιπροσωπευτικές δομές
- Η Θέσπιση διαδικασιών πλατιάς κοινωνικής διαβούλευσης για την υλοποίηση μεγάλων τοπικών έργων και επενδύσεων με παράλληλη θέσπιση Διερευνητικών Επιτροπών που θα εξασφαλίζουν την άρτια, τεχνικά τεκμηριωμένη και αμερόληπτη ενημέρωση των δημοτών. Η διαβούλευση θα μπορεί να καταλήγει και σε δημοψήφισμα.
- Η ενίσχυση και αναδιοργάνωση των αρχών για την καταπολέμηση α) της κακοδιοίκησης εις βάρος των δημοτών και β) της οικονομικής κακοδιαχείρισης και της διαφθοράς.
(β) Την απλή αναλογική σε όλα τα επίπεδα εκλογής και αντιπροσώπευσης των Ο.Τ.Α., διότι το υφιστάμενο εκλογικό σύστημα που αποδίδει τα 3/5 των εδρών στον συνδυασμό που πλειοψήφησε αλλοιώνει την αναλογική αντιπροσώπευση.
(γ) Την ουσιαστική και τυπική αναβάθμιση των συλλογικών οργάνων των Δήμων και των Περιφερειών (δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια, επιτροπές, συμβούλια Νομικών Προσώπων των Ο.Τ.Α.) και των τοπικών συμβουλίων που καθίστανται οι χώροι επεξεργασίας και λήψης όλων των αποφάσεων και ελέγχου της υλοποίησής τους, αντί των Δημάρχων και των Περιφερειαρχών που αποφασίζουν και ελέγχουν στο σημερινό σύστημα.
Το φορολογικό σύστημα και η δημοσιονομική πολιτική περιλαμβάνει ως αναπόσπαστο μέρος κι ένα πολιτικό συμβόλαιο μεταξύ κεντρικού κράτους και αυτοδιοίκησης σχετικά με τον επιμερισμό εσόδων και δαπανών ανάμεσα στις διάφορες χωρικές κλίμακες.